ακριβαγοράζω

ακριβαγοράζω
μετ. покупать дорого

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ακριβαγοράζω" в других словарях:

  • ακριβαγοράζω — 1. αγοράζω κάτι ακριβά, σε υψηλή τιμή 2. αποκτώ κάτι με μεγάλο ή με οδυνηρό αντάλλαγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ακριβά + αγοράζω. ΠΑΡ. ακριβαγόραστος] …   Dictionary of Greek

  • ακριβαγοράζω — ασα, ασμένος, αγοράζω κάτι ακριβά: Τ ακριβαγόρασες το κτήμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακριβαγόραστος — η, ο [ακριβαγοράζω] 1. αυτός που αγοράστηκε σε υψηλή τιμή 2. πολύτιμος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»